- τριγωνίστρια
- τρῐγων-ίστρια, ἡ,A a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριγωνίστρια — a woman who plays the fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνίστρια — ἡ, Α γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
τριγωνίστριαν — τριγωνίστρια a woman who plays the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)